- περιοδεύων
- περιοδεύωgo all roundpres part act masc nom sgπερϊοδεύων , περιοδεύωgo all roundpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… … Dictionary of Greek
περιπολιστικός — ή, όν, Α [περιπολίζω]·1. αυτός που έχει τη διάθεση να περιπλανάται, περιπλανής 2. φρ. «σύνοδος περιπολιστική» θίασος μουσικών ή υποκριτών που μεταβαίνουν από τόπο σε τόπο, περιοδεύων θίασος … Dictionary of Greek
περιοδεύω — περιοδεύω, περιόδευσα βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: περιοδεύω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφρ. όπως περιοδεύων θίασος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής